ρεγκλάν

ρεγκλάν
και ραγκλάν, το, Ν
επανωφόρι ή ζακέτα με ριχτά μανίκια, τα οποία δεν έχουν κοπεί και ραφεί χωριστά, ούτε έχουν προστεθεί εκ τών υστέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. raglan, από το όν. τού Βρετανού στρατάρχη F. J. Η. Somerset, Baron Raglan].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ραγκλάν — το, Ν άκλ. βλ. ρεγκλάν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”